- ἀκάμπτου
- ἄκαμπτοςunbentmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακαμψία — η (Α ἀκαμψία) [ἄκαμπτος] (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η ιδιότητα τού άκαμπτου*, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει «ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος» … Dictionary of Greek
βρογχοσκόπηση — Ενδοσκοπική εξέταση της τραχείας και των κύριων βρόγχων μέχρι των πρώτων διακλαδώσεών τους, με την οποία γίνεται η άμεση επισκόπηση των οργάνων αυτών, με την εισαγωγή σε αυτά ενός άκαμπτου μεταλλικού σωλήνα (βρογχοσκόπιο), εφοδιασμένου με… … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
πέλεκυς — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1850 στην Κεφαλονιά. 2. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1876 στη Σάμο. 3. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1881 στην Κεφαλονιά. 4. Πολιτική εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1883… … Dictionary of Greek
πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
στιλέτο — το, Ν 1. εγχειρίδιο με πολύ αιχμηρό και κοφτερό έλασμα 2. εντομολ. (στα μυζητικά διατρητικά έντομα) το στοματικό μόριο σε σχήμα άκαμπτου νήματος που σχηματίζεται από τον μετασχηματισμό τών άνω και κάτω γνάθων και προεκτείνεται στην αυλάκωση τού… … Dictionary of Greek
αζχαρισμός — Θεολογική σχολή του Ισλάμ, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της Αλ Άζχαρ, ο οποίος το 912 αποσπάστηκε από την πιο ουμανιστική σχολή των Μουταζιλιτών και υποστήριξε τις θέσεις του απόλυτου θεοκεντρισμού (κατά τον α., το θείο είναι αυτεξούσιο,… … Dictionary of Greek
Βασιλικός, Βασίλης — (Καβάλα 1934 –). Συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως σκηνοθέτης σε ελληνικές ταινίες ντοκιμαντέρ και συνεργάστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο στο σενάριο της ταινίας Μικρές Αφροδίτες. Ανέλαβε επίσης… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek